- νήποδες
- νήποδες· ἰχθύες, Hsch.; cf. νέπους.------------------------------------νήποδες· ἀνυποδέτους, Hsch. (leg. νη<λί>π-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.